- άδοξος
- -η, -ο (Α ἄδοξος, -ον)αυτός που δεν έχει καλή δόξα, αναγνώριση και υπόληψη, αφανής, άσημοςαρχ.1. πρόστυχος, αισχρός, ατιμωτικός2. απίθανος, απροσδόκητος3. (για τους ευνούχους) αξιοκαταφρόνητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + δόξα.ΠΑΡ. αρχ. ἀδοξία, ἀδοξῶ].
Dictionary of Greek. 2013.